προδιαλαμβάνω

προδιαλαμβάνω
ΝΜΑ
νεοελλ.
παθ. προδιαλαμβάνομαι
(για περιεχόμενα σε γραπτό λόγο) προαναφέρομαι («όπως προδιελήφθη στο παρόν υπόμνημα»)
αρχ.
1. καταλαμβάνω, κατέχω κάτι από πριν («προδιείληπτο γὰρ ἅπαν [τὸ τεῑχος] τοῑς ληστρικοῑς», Ιώσ.)
2. κρίνω και αποφασίζω εκ τών προτέρων για κάτι («παρακαλούντων τὰ πλήθη μὴ προδιαλαμβάνειν», ΓΊολ.)
3. περιγράφω, εξιστορώ κάτι από πριν
4. παθ. περιγράφομαι, ιστορούμαι, αναφέρομαι («κανόνα... ἀναγκαίως ἔχοντα προδιαληφθῆναι τῆς φυσικῆς θεωρίας», Κλήμ. Αλ.)
5. (παθ. προστ. τού αορ.) προδιειλήφθω
ας γίνει κάτι δεκτό εκ τών προτέρων, ας θεωρηθεί κάτι ως δεδομένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαλαμβάνω «αναφέρω, ορίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • προδιάληψις — ήψεως, ή, Α [προδιαλαμβάνω] προκαταρκτική ανάπτυξη ενός θέματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”